- λαθροχειρίζω
- λαθροχειρώ (ε) αμετ. ловко стащить, украсть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαθροχειρίζω — και λαθροχειρώ κλέβω επιτήδεια, υπεξαιρώ, αφαιρώ κάτι από κάποιον χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Ο τ. λαθροχειρώ μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek