λαθροχειρίζω

λαθροχειρίζω
λαθροχειρώ (ε) αμετ. ловко стащить, украсть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαθροχειρίζω" в других словарях:

  • λαθροχειρίζω — και λαθροχειρώ κλέβω επιτήδεια, υπεξαιρώ, αφαιρώ κάτι από κάποιον χωρίς να γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόχειρ. Ο τ. λαθροχειρώ μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»